Κυριακή 8 Ιανουαρίου 2012

Η κατά φαντασία σχεδία

Μια στάλα ήλιου πρωινού.
Μια κουπαστή από χέρια.
Μια σκάλα άλλοτε καιρού.
Δυο κάποτε μαχαίρια.

Δύο κορμιά από θύμηση
γεμάτα μέχρι απάνω.
Μια βόλτα που παλιότερα
δεν τόλμαγα να κάνω.

Έτσι, ξεκίνησε λοιπόν
η μέρα στην Αθήνα
με βήματα πιο γρήγορα
σαν αστραπής πασμίνα.

Στου κόσμου μέσα τη βοή,
σύνταγμα σε πλατεία,
ένα παγκάκι άφησε
στο χώμα την ξυλεία.

Δέκα δοκάρια ξαπλωτά
περίμεναν εμένα
να φτιάξω με τη σκέψη μου
σκαριά να ‘ρθω σε σένα.

Και το παγκάκι έκανα
μες στο μυαλό σχεδία.
Και ταρσανάς βαπτίστηκε
την Πέμπτη η πλατεία.

Ήταν στ’ αλήθεια οξύμωρο
να μην την πλοηγήσω
στο φλιτζανάκι του καφέ
για να σε συναντήσω.

Πάω εκεί που ονειρεύτηκα

Του χρόνου έγινα ο γδάρτης 
στη γάστρα μέσα της κλεψύδρας.
Εξορισμένος είμαι αντάρτης
απ’ την αγκάλη της πατρίδας.

Με βία την πόρτα την ανοίγω.
Τα όνειρα βγάζω στους δρόμους.
Σε φλόγες  μέσα τα τυλίγω
και καταλύω όλους τους νόμους.

Φεύγω μπροστά δε βλέπω πίσω.
Θα γίνω αλάτι αν γυρίσω.
Πάω εκεί που ονειρευόμουν
πως κάποτε θα έρθουν κι άλλοι
που δε θα είναι μασκαράδες
κι όλη η ζωή τους καρναβάλι.

Φεύγω μακριά δε μετανιώνω
σ’ άγνωστα μήκη και σε πλάτη.
Τη θάλασσα όλη τη φουσκώνω
με των ανέμων το γινάτι.

Νικάω τα σύνορα στο χάρτη.
Διώχνω το κρύο απ’ το Μάρτη.
Μια άχρωμη ζωή αφήνω
με κόκκινα πανιά τη ντύνω.

Φεύγω μπροστά δε βλέπω πίσω.
Θα γίνω αλάτι αν γυρίσω.
Πάω εκεί που ονειρευόμουν
πως κάποτε θα έρθουν κι άλλοι
που δε θα είναι μασκαράδες
κι όλη η ζωή τους καρναβάλι.