Τρίτη 22 Φεβρουαρίου 2011

Κ. Καβάφης Το Σύνταγμα της Hδονής

Mη ομιλείτε περί ενοχής, μη ομιλείτε περί ευθύνης. Όταν περνά το Σύνταγμα της Hδονής με μουσικήν και σημαίας· όταν ριγούν και τρέμουν αι αισθήσεις, άφρων και ασεβής είναι όστις μένει μακράν, όστις δεν ορμά εις την καλήν εκστρατείαν, την βαίνουσαν επί την κατάκτησιν των απολαύσεων και των παθών.
      Όλοι οι νόμοι της ηθικής - κακώς νοημένοι, κακώς εφαρμοζόμενοι - είναι μηδέν και δεν ημπορούν να σταθούν ουδέ στιγμήν, όταν περνά το Σύνταγμα της Hδονής με μουσικήν και σημαίας.
      Mη αφήσης καμίαν σκιεράν αρετήν να σε βαστάξη. Mη πιστεύης ότι καμία υποχρέωσις σε δένει. Tο χρέος σου είναι να ενδίδης, να ενδίδης πάντοτε εις τας Eπιθυμίας, που είναι τα τελειότατα πλάσματα των τελείων θεών. Tο χρέος σου είναι να καταταχθής πιστός στρατιώτης, με απλότητα καρδίας, όταν περνά το Σύνταγμα της Hδονής με μουσικήν και σημαίας.
      Mη κλείεσαι εν τω οίκω σου και πλανάσαι με θεωρίας δικαιοσύνης, με τας περί αμοιβής προλήψεις της κακώς καμωμένης κοινωνίας. Mη λέγης, Tόσον αξίζει ο κόπος μου και τόσον οφείλω να απολαύσω. Όπως η ζωή είναι κληρονομία και δεν έκαμες τίποτε δια να την κερδίσης ως αμοιβήν, ούτω κληρονομία πρέπει να είναι και η Hδονή. Mη κλείεσαι εν τω οίκω σου· αλλά κράτει τα παράθυρα ανοικτά, ολοάνοικτα, δια να ακούσης τους πρώτους ήχους της διαβάσεως των στρατιωτών, όταν φθάνη το Σύνταγμα της Hδονής με μουσικήν και σημαίας.
      Mη απατηθής από τους βλασφήμους όσοι σε λέγουν ότι η υπηρεσία είναι επικίνδυνος και επίπονος. H υπηρεσία της ηδονής είναι χαρά διαρκής. Σε εξαντλεί, αλλά σε εξαντλεί με θεσπεσίας μέθας. Kαι επί τέλους όταν πέσης εις τον δρόμον, και τότε είναι η τύχη σου ζηλευτή. Όταν περάση η κηδεία σου, αι Mορφαί τας οποίας έπλασαν αι επιθυμίαι σου θα ρίψουν λείρια και ρόδα λευκά επί του φερέτρου σου, θα σε σηκώσουν εις τους ώμους των έφηβοι Θεοί του Oλύμπου, και θα σε θάψουν εις το Kοιμητήριον του Iδεώδους όπου ασπρίζουν τα μαυσωλεία της ποιήσεως.

Δευτέρα 21 Φεβρουαρίου 2011

Χάρις Αλεξίου Η μπαλάντα της Ιφιγένειας

Με πήρες κάποτε απ΄το χέρι και δε σε ρώτησα πού πάμε
σου είπα με σένα δε φοβάμαι μάνα καλή μάνα μου έρμη
εσύ τον άντρα σου είχες χάσει κι εγώ είχα χάσει το γονιό μου
και τότε μάνα καλέ μάνα τότε σε βάφτισα αρχηγό μου

Κλείδωσες δυό φορές το σπίτι μας πήρες κι ήρθαμε στην πόλη
σαν τα κοράκια πέσαν όλοι έτσι όπως σε είδαν φοβισμένη
κι ακόνιζα παιδάκι πράμα τα νύχια μου και το μυαλό μου
με μιά τρεμούλα μ΄ένα φόβο μη γκρεμιστεί ο αρχηγός μου

Κι άρχισαν να κυλούν τα χρόνια όπως το χρώμα στη βατίστα
στην οικοκυρική μοδίστρα κι ο αδερφός μου στα καράβια
η Ελλάδα πήγαινε κι ερχόταν κι έγινε ο τρόμος καθεστώς σου
φοβήθηκα μη σε τσακίσουν και τότε έγινα αρχηγός σου

Και πάνω που άρχιζα να ορίζω ήρθε η αγάπη να με ορίσει
και μπλέχτηκα στο αλισβερίσι οι αγάπες μ΄έβαλαν στη μέση
εσύ νοιαζόσουν μη πονέσω μα αυτές δε΄βλέπαν τον καημό σου
κι όλες στο μάτι είχαν βάλει να ρίξουνε τον αρχηγό σου

Κι όταν με πήρε το τραγούδι ήμουν το στόμα των απόρων
έγινα στόχος των εμπόρων και θύμα της πολυγνωσίας
πήγαν να τρίξουν τα θεμέλια δεν ήταν τ΄αύριο πια δικό μου
τότε ξανάπλωσες το χέρι και σε ξανάκανα αρχηγό μου

Τώρα χαμένη εγώ στους ήχους και λυτρωμένη εσύ χορεύεις
η μόνη εσύ που με πιστεύεις σαν σου μιλώ μεσ΄στα τραγούδια
τώρα αγαπώ μα δεν ορίζω τώρα δεν ψάχνω να΄βρω δίκια
τώρα το δρόμο μου τον βρήκα γκρεμίστηκαν τ΄αρχηγηλίκια

Κική Δημουλά Η περιφραστική πέτρα

Μίλα.
Πὲς κάτι, ὁτιδήποτε.
Μόνο μὴ στέκεις σὰν ἀτσάλινη ἀπουσία.
Διάλεξε ἔστω κάποια λέξη,
ποὺ νὰ σὲ δένει πιὸ σφιχτὰ
μὲ τὴν ἀοριστία.
Πές:
«ἄδικα»,
«δέντρο»,
«γυμνό».
Πές:
«θὰ δοῦμε»,
«ἀστάθμητο»,
«βάρος».
Ὑπάρχουν τόσες λέξεις ποὺ ὀνειρεύονται
μιὰ σύντομη, ἄδετη, ζωὴ μὲ τὴ φωνή σου.
Μίλα.
Ἔχουμε τόση θάλασσα μπροστά μας.
Ἐκεῖ ποὺ τελειώνουμε ἐμεῖς
ἀρχίζει ἡ θάλασσα.
Πὲς κάτι.
Πὲς «κῦμα», ποὺ δὲν στέκεται.
Πὲς «βάρκα», ποὺ βουλιάζει
ἂν τὴν παραφορτώσεις μὲ προθέσεις.
Πὲς «στιγμή»,
ποὺ φωνάζει βοήθεια ὅτι πνίγεται,
μὴν τὴ σῴζεις,
πὲς
«δὲν ἄκουσα».
Μίλα.
Οἱ λέξεις ἔχουν ἔχθρες μεταξύ τους,
ἔχουν τοὺς ἀνταγωνισμούς:
ἂν κάποια ἀπ᾿ αὐτὲς σὲ αἰχμαλωτίσει,
σ᾿ ἐλευθερώνει ἄλλη.
Τράβα μία λέξη ἀπ᾿ τὴ νύχτα
στὴν τύχη.
Ὁλόκληρη νύχτα στὴν τύχη.
Μὴ λὲς «ὁλόκληρη»,
πὲς «ἐλάχιστη»,
ποὺ σ᾿ ἀφήνει νὰ φύγεις.
Ἐλάχιστη
αἴσθηση,
λύπη
ὁλόκληρη
δική μου.
Ὁλόκληρη νύχτα.
Μίλα.
Πὲς «ἀστέρι», ποὺ σβήνει.
Δὲν λιγοστεύει ἡ σιωπὴ μὲ μιὰ λέξη.
Πὲς «πέτρα»,
ποὺ εἶναι ἄσπαστη λέξη.
Ἔτσι, ἴσα ἴσα,
νὰ βάλω ἕναν τίτλο
σ᾿ αὐτὴ τὴ βόλτα τὴν παραθαλάσσια.

Κική Δημουλά Η λιποταξία της Χιονάτης

Έτσι... χωρίς ποτέ να μου διαβάσεις παραμύθια
όπως χωρίς σε μεγαλώσανε και σένα
σπαρτιάτικα...
ενώ καλοπερνούν τα ψέματα

και ψέμα ότι τρέφονται με μέλανα ζωμό.


Τρέφονται με τις ανάγκες μας
...ανώτερες
κι από βασιλικό πολτό.

Σε νυχτωμένο δάσος σε άφησε...ο ποιός

και συ δεν ρώτησες ποτέ κανένα παραμύθι

πως να διαφύγεις και από που.
..

Και μόνο φόβοι
...δίνανε στους φόβους σου κουράγιο
εκεί αμετακίνητη να μένεις
...
στου ανέμου τα μουγκρίσματα
τη νύχτα
όσο ξέσκιζε των δέντρων τα κλαδιά
τα ώτα και τα χρόνια....


Έτσι ακριβώς μεγάλωσες και μένα,

σπαρτιάτικα, με νυχτωμένου δάσους...τον μέλανα ζωμό
δε μ΄έστειλες ποτέ σε παραμύθι
...
να διαφύγω από που.


Κι εγώ όπως εσύ ποτέ δε διανοήθηκα
σπιτάκι φωτισμένο...
στο βάθος να διακρίνω

ποτέ δεν μπήκα στης Χιονάτης τη δανεική οδό


δε χώθηκα ποτέ σε ξένη σούπα
...
να κοιμηθώ
ούτε ξεπαγιασμένη καταβρόχθισα
μικρόσωμο κρεβάτι
...με νάνους σκεπασμένο
για να κρατιέται ζεστουλό.
Μάνα...
λες να είναι
...
...κληρονομική η πραγματικότης;

Πέμπτη 10 Φεβρουαρίου 2011

Οδυσσέας Ελύτης Η Μαρίνα των βράχων

Εχεις μια γεύση τρικυμίας στα χείλη - Μα που γύριζες
Ολημερίς τη σκληρή ρέμβη της πέτρας και της θάλασσας
Αετοφόρος άνεμος γύμνωσε τους λόφους
Γύμνωσε την επιθυμία σου ως το κόκαλο
Κι οι κόρες των  ματιών σου πήρανε τη σκυτάλη της Χί-
  μαιρας
Ριγώνοντας μ' αφρό τη θύμηση!
Που είναι η γνώριμη  ανηφοριά  του  μικρού  Σεπτεμβρίου
Στο κοκκινόχωμα όπου  έπαιζες θωρώντας προς τα κάτω
Τους βαθιούς κυαμώνες των άλλων κοριτσιών
Τις γωνιές  όπου  οι φίλες σου άφηναν αγκαλιές τα δυο-
  σμαρίνια

- Μα που γύριζες
Ολονυχτίς τη σκληρή ρέμβη της πέτρας και της θάλασσας
 Σού 'λεγα να μετράς μέσ' στο γδυτό νερό τις φωτεινές του
  μέρες
Ανάσκελη να χαίρεσαι την αυγή των πραγμάτων
Η πάλι να γυρνάς κίτρινους κάμπους
Μ' ένα τριφύλλι φως στο στήθος σου ηρωίδα ιάμβου.

Εχεις μια γεύση τρικυμίας στα χείλη
Κι ένα φόρεμα κόκκινο σαν το αίμα
Βαθιά μέσ' στο χρυσάφι του καλοκαιριού
Και τ' άρωμα των γυακίνθων - Μα που γύριζες

Κατεβαίνοντας  προς  τους  γιαλούς  τους  κόλπους  με τα
  βότσαλα
Ηταν εκεί ένα κρύο αρμυρό θαλασσόχορτο
Μα πιο βαθιά ένα ανθρώπινο αίσθημα που μάτωνε
Κι άνοιγες μ' έκπληξη τα χέρια σου λέγοντας τ' όνομα του
Ανεβαίνοντας ανάλαφρα ως τη διαύγεια των βυθών
Οπου σελάγιζε ο δικός σου ο αστερίας.

Ακουσε, ο λόγος είναι των στερνών η φρόνηση
Κι ο  χρόνος γλύπτης των  ανθρώπων παράφορος
Κι ο ήλιος στέκεται από πάνω του θηρίο ελπίδας
Κι εσύ πιο κοντά του σφίγγεις έναν έρωτα
Εχοντας μια πικρή γεύση τρικυμίας στα χείλη.

Δεν είναι για να λογαριάζεις γαλανή  ως το κόκκαλο άλλο
  καλοκαίρι
Για ν' αλλάξουνε ρέμα τα ποτάμια
Και να σε πάνε πίσω στη μητέρα τους,
Για να ξαναφιλήσεις άλλες κερασιές
Η για να πας καβάλα στο μαϊστρο

Στυλωμένη στους βράχους δίχως χτες και αύριο,
Στους κινδύνους των βράχων με τη χτενισιά της θύελλας
Θ' αποχαιρετήσεις το αίνιγμά σου.

Οδυσσέας Ελύτης Μαρίνα

Δώσε μου δυόσμο να μυρίσω,
Λουίζα και βασιλικό
Μαζί μ'αυτά να σε φιλήσω,
και τι να πρωτοθυμηθώ

Τη βρύση με τα περιστέρια,
των αρχαγγέλων το σπαθί
Το περιβόλι με τ' αστέρια,
και το πηγάδι το βαθύ

Τις νύχτες που σε σεργιανούσα,
στην άλλη άκρη τ' ουρανού
Και ν' ανεβαίνεις σε θωρούσα,
σαν αδελφή του αυγερινού

Μαρίνα πράσινο μου αστέρι
Μαρίνα φως του αυγερινού
Μαρίνα μου άγριο περιστέρι
Και κρίνο του καλοκαιριού

Δευτέρα 7 Φεβρουαρίου 2011

Me opla tous stixous

Me opla tous stixous

ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΗΣ Η επόμενη μέρα

Επειδή κάθε δευτερόλεπτο μετράει
πρέπει τώρα ν' αρχίσουμε να γράφουμε
όλο και περισσότερα ποιήματα
για να καθαρίσουμε το τοπίο
από τον τρόμο, την απειλή και τον θάνατο
πρέπει τώρα να 'ξορκίσουμε τους δαίμονες
που κρύβονται ακόμη μέσα στην ελευθερία
έτοιμοι να μας πιουν όλο το αίμα
κι επειδή όποιος σήμερα ξεχαστεί μέσα στον εαυτό του
θα είναι αύριο λησμονιά και στάχτη
πρέπει τώρα να μάθει τι θα πει εχθρός και αδικία
διότι η πραγματικότητα δεν γίνεται κατανοητή
χωρίς την κατανόηση της αθλιότητας και της απελπισίας
κι επειδή κάθε δευτερόλεπτο μετράει
πρέπει από τώρα να πάμε στο σχολείο της φαντασίας
για να σώσουμε ξανά τα όνειρα.

Μπέρτολτ Μπρέχτ

Ποτέ δε σε είχα αγαπήσει τόσο πολύ,
όπως εκείνο το δέιλι που σε άφησα
με κατάπιε το βαθυγάλαζο δάσος,
ψυχή μου,
που πάνω του, στα δυτικά,
κρέμονταν κιόλας
χλωμά τα άστρα.

Γέλασα αρκετά,
καρδιά μου,
γιατί συγκρούστηκα παίζοντας
με το σκυθρωπό πεπρωμένο
την ίδια ώρα
μέσα στο γαλανό δείλι του δάσους
αργοσβήναν κιόλας πίσω μου τα πρόσωπα.

Εκείνο το μοναδικό σούρουπο
όλα ήταν τόσο γλυκά
όσο δεν ήταν ποτέ ξανά να γίνουν
αλλά αυτό που μου απόμεινε είναι
μόνο πουλιά μεγάλα
που το δείλι
πετούν πεινασμένα στον
σκοτεινιασμένο ουρανό